- αφρικανικός
- -ή, -ό και αφρικάνικος, -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφρική ή στους κατοίκους της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφρικανικός — αφρικανικός, ή, ό και αφρικάνικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφρική και τους Αφρικανούς: Οι αφρικανικές γλώσσες είναι πάρα πολλές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βουσμάνοι — Αφρικανικός λαός, θεωρούμενος πρωτομορφικός σε σχέση με τη αφρικανική ομάδα. Οι Β. διαφέρουν από τους άλλους καθαυτό νεγροειδείς λαούς σε διάφορα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων είναι το μελαχρινοκιτρινωπό χρώμα του δέρματος, τα αραιά μαλλιά, η … Dictionary of Greek
Κονγκολέζοι — Αφρικανικός λαός, ο οποίος ανήκει στον κορμό Μπαντού, και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ομάδες του Κονγκό. Οι Κ., γνωστοί με τις ονομασίες Κόνγκο και Μπακόνγκο, είναι μόνιμα εγκατεστημένοι γεωργοί, μιλούν ιδιαίτερη γλώσσα (την κικόνγκο) και … Dictionary of Greek
Μπασούτοι ή Μπασότο — Αφρικανικός λαός της ομογλωσσίας Μπαντού, που κατοικεί στην ορεινή περιοχή στα Β του άνω ρου του ποταμού Οράγγη και στα Δ των Ορέων Ντράκενσμπεργκ. Παλιότερα ήταν ανθρωποφάγοι και καθυστερημένοι πολιτιστικά, αλλά σήμερα παρουσιάζουν αρκετή… … Dictionary of Greek
Μπετσουάνα — Αφρικανικός λαός της oμογλωσσίας μπαντού, που ζει στο έδαφος μεταξύ των λιμνών Μακαρικάρι και Νγκάμι και του ποταμού Οράγγη. Η περιοχή αυτή αντιστοιχεί πολιτικά στην κεντρική και νότια Μποτσουάνα και στη Μπετσουαναλάνδη, δηλαδή στο βόρειο τμήμα… … Dictionary of Greek
Φούλμπε — Αφρικανικός λαός. Λέγεται και Φουλμπέ. Ζει από τις ακτές του Ατλαντικού έως την κοιλάδα του Νίγηρα, ανάμεσα σε πληθυσμούς νέγρων. Χαμιτικής καταγωγής, φαίνεται ότι ήρθε από τη Λιβύη και την Άνω Αίγυπτο στους ιστορικούς χρόνους και μάλλον τον 13o… … Dictionary of Greek
Χάουσα — Αφρικανικός λαός σουδανικής φυλής, που ζει κυρίως στη Νιγηρία και μικρές μειονότητες στις δημοκρατίες Νίγηρα, Τσαντ και Καμερούν. Οι X. μιλούν δική τους γλώσσα, που γραφόταν ήδη από τον 14o αι. Αρχικά ήταν νομάδες βοσκοί, αλλά όταν εισέβαλαν και… … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
Αφρικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιούλιος. Λατίνος ρήτορας του 1ου αι. μ.Χ. 2. Ο Σέξτος. Φιλόσοφος αφρικανικής καταγωγής, που ζούσε στη Ρώμη τους αυτοκρατορικούς χρόνους. 3. Σέξτος Ιούλιος (περ. 160–περ. 240 μ.Χ.). Ιστορικός των πρώτων χριστιανικών… … Dictionary of Greek
Σομαλός — ο, θηλ. Σομαλή, Ν 1. κάτοικος τής Σομαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σομαλία 2. στον πληθ. οι Σομαλοί αφρικανικός λαός που κατοικεί στη Σομαλία, σε μια στενή λωρίδα τού Τζιμπουτί, στην αιθιοπική επαρχία Ογκαντέν και σε τμήμα τής βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek